- πεζολόγος
- ο1. αυτός που γράφει ή μιλάει σε πεζό λόγο.2. ακαλαίσθητος, κοινοτοπικός λόγος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πεζολόγος — prosewriter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζολόγος — ο, ΝΜΑ αυτός που γράφει ή μιλά σε πεζό και όχι έμμετρο λόγο νεοελλ. αυτός που γράφει ή μιλά χωρίς ποιητικότητα, καλαισθησία ή πρωτοτυπία, μονότονος και φτωχός στο ύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + λόγος*] … Dictionary of Greek
πεζολόγοι — πεζολόγος prosewriter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζολόγοις — πεζολόγος prosewriter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζολόγους — πεζολόγος prosewriter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζολόγων — πεζολόγος prosewriter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
πεζολέκτης — ὁ, Μ αυτός που μιλά ή γράφει σε πεζό λόγο, ο πεζολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + λέκτης (< λέγω), πρβλ. σκληρο λέκτης] … Dictionary of Greek
πεζολογία — η, ΝΜΑ [πεζολόγος] γραφή ή ομιλία σε πεζό λόγο νεοελλ. λόγος στερούμενος ποιητικότητας, καλαισθησίας, πρωτοτυπίας … Dictionary of Greek
πεζολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πεζολόγο ή στην πεζολογία. επίρρ... πεζολογικῶς Μ σε πεζό λόγο και όχι σε ποιητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Στ. Βάλβη] … Dictionary of Greek